Πως μπορούμε να αυξήσουμε την αγροτική παραγωγή και να μειώσουμε την υπερβολικά υψηλή φορολογία*

* γράφει ο Χρήστος Εμμ.Στρατάκης,
Γεωπόνος MSc Αγροτικής Οικονομίας-Πληροφορικός – υποψήφιος βουλευτής Ηρακλείου Κινήματος Αλλαγής

Το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα, όπως αυτά διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια, βάζουν στην κυριολεξία την ταφόπλακα στον αγροτικό τομέα.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το αγροτικό εισόδημα συρρικνώνεται και ο αγροτικός τομέας φθίνει, αν και αποτελεί βασικό τομέα για την προώθηση της ανάπτυξης εξαιτίας και των περιβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα μας.

Έστω και αν είμαστε σε καθεστώς επιτήρησης, θα μπορούσαν να γίνουν πάρα πολλά για ν’ αλλάξει αυτή η αρνητική εξέλιξη.

Χρειάζεται μελέτη ώστε χωρίς να μειωθούν τα έσοδα του κράτους, πράγμα που ίσως θα απαιτούσε αντίμετρα από την πλευρά των δανειστών, ν’ αλλάξει ο τρόπος φορολόγησης ώστε να δίνει ώθηση στην αύξηση της παραγωγής αλλά και η κατανομή των επιδοτήσεων να γίνεται με δικαιότερο τρόπο ώστε να συμβάλλουν στην παραπέρα αύξηση της παραγωγής και του ΑΕΠ.

Πρόσφατα, δημοσιεύτηκαν στο «Βήμα της Κυριακής» τα στοιχεία από την επεξεργασία των 6.370.099 φορολογικών δηλώσεων του 2018 (εισοδήματα 2017).

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το καθαρό εισόδημα από την αγροτική δραστηριότητα είναι 1.413,2 εκ.ευρώ, ενώ τα ακαθάριστα έσοδα από αγροτική δραστηριότητα είναι 6.276,7 εκ.ευρώ.

Ανατρέχοντας στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, διαπιστώνουμε ότι για το 2017 η ακαθάριστη αξία παραγωγής του γεωργικού κλάδου σε βασικές τιμές ήταν 11.272 εκ.ευρώ και οι επιδοτήσεις παραγωγής ήταν 2.353 εκ.ευρώ.

Με βάση αυτά τα στοιχεία αποτολμώ την ακόλουθη πρόταση, που απαιτεί μεν την έγκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το σκέλος των επιδοτήσεων, αλλά μπορεί να έχει πολλαπλά θετικά αποτελέσματα για τον παραγωγό αλλά και την εθνική οικονομία συνολικά.

1) Η πρόταση αφορά στην φορολόγηση της ακαθάριστης αξίας της αγροτικής παραγωγής με έναν πολύ χαμηλό συντελεστή περίπου 3%, που σημαίνει ότι οι εισπράξεις από το κράτος θα είναι στα ίδια επίπεδα με τα σημερινά έσοδα, δηλαδή περί τα 310 εκ.ευρώ (που αντιστοιχούν στην φορολόγηση με τον σημερινό συντελεστή 22% επί του καθαρού εισοδήματος από αγροτική δραστηριότητα που προαναφέρθηκε, ήτοι 1.413,2 εκατ.ευρώ).

2) Η κατανομή των επιδοτήσεων να γίνει με βάση την αξία της παραγωγής, με αποτέλεσμα ο αγρότης να παίρνει πίσω από 0,20 ευρώ ως 0,37 ευρώ ανά ευρώ αξίας του προϊόντος που παράγει. (2.353/11.272=0,20 ή 2.353/6.276=0.37)

Με βάση τα παραπάνω, το σύστημα θα λειτουργεί εξισορροπιστικά και θα εκδίδονται για ευνόητους λόγους επίσημα παραστατικά για το σύνολο των παραγόμενων ποσοτήτων.

Οι πιθανότητες αυτή η πρόταση κατανομής των επιδοτήσεων να εγκριθεί από την ΕΕ είναι πάρα πολύ μεγάλες, δεδομένου ότι όλα τα παραγόμενα προϊόντα είναι ελλειμματικά.

Οι επιδοτήσεις θα λειτουργούν θετικά στην αύξηση της παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας για την είσπραξη περισσότερης επιδότησης, συνεπώς το όφελος θα είναι πολλαπλό γιατί η επιδίωξη απόκτησης προστιθέμενης αξίας σε όλα τα προϊόντα στη χώρα παραγωγής, μειώνει την ανεργία και αυξάνει τον πλούτο της χώρας.

Το σύστημα αυτό θα απαλλάξει τους αγρότες από την υποβολή φορολογικών δηλώσεων για τα αγροτικά εισοδήματα και την ενεργοποίηση δικαιωμάτων και έτσι θα περιοριστεί η εις βάρος τους γραφειοκρατία αλλά και οι περιττές δαπάνες.

Ακόμη, θα υπάρχει περισσότερη προτίμηση στα εγχώρια προϊόντα γιατί θα είναι πιο ανταγωνιστικά και κυρίως θα αυξηθεί η αγροτική παραγωγή (γεωργία-κτηνοτροφία).

Με δεδομένο ότι οι βασικοί πυλώνες για την αύξηση του ΑΕΠ είναι ο Αγροτικός Τομέας και ο Τουρισμός, η καθιέρωση ενός τέτοιου συστήματος θα λειτουργήσει προς την κατεύθυνση δημιουργίας επιπλέον πλούτου και την αύξηση της συμμετοχής του Αγροτικού Τομέα στο συνολικό ΑΕΠ της χώρας.

Απομένει η πρόταση αυτή να εξεταστεί από τους αγροτικούς φορείς που πρέπει να συμφωνήσουν και στη συνέχεια αφού την αποδεχθούν να ζητήσουν από την Πολιτεία την εφαρμογή της.